- ιχνοσκοπία
- ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) [ιχνοσκοπώ]το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχνοσκοπίαις — ἰχνοσκοπία looking at the tracks fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)